θεριακώνω

θεριακώνω
[θεριακός]
1. (ιδίως για φυτά) γίνομαι υπερφυσικά μεγάλος, γίνομαι γιγάντιος («θεριάκωσε ο λόγγος»)
2. γίνομαι άγριος και ορμητικός («θεριάκωσε η ξεροποταμιά κι όλα τά συνεπαίρνει»)
3. αποκτώ ισχυρά οικονομικά ή πολιτικά μέσα
4. (για επιχειρήσεις, βιομηχανίες κ.λπ.) μεγαλώνω, ζωηρεύω («θεριάκωσε το μαγαζί τού γείτονα»)
5. κάνω κάτι εύρωστο και ακμαίο
6. (για ζώα) εξαγριώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεριακώνω — θεριακώθηκα, θεριακωμένος, θεριεύω, γιγαντώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”